Οι Έλληνες της Ανατολής σέβονταν τα πατροπαράδοτα έθιμα και τα μετέφεραν, το 1922, στην Μητέρα Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν τα άφησαν να αναμιχθούν με αυτά άλλων λαών, κι έτσι έφτασαν ανέπαφα, όπως πέρασαν από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από κει στη νεότερη εποχή.
Οι γιορτάδες διαρκούσαν όλο το Δωδεκαήμερο και οι νοικοκυρές από νωρίς ξεκινούσαν τις προετοιμασίες.
Να καθαρίσουν το σπίτι, να προμηθευτούν την απαραίτητη ξυλεία για το τζάκι και τη μαγειρική.
Το πολύ κρύο της εποχής βοηθούσε να γίνονται βεγγέρες στα σπίτια, να μαζεύεται όλη η οικογένεια στο σπίτι.
Η κατάλληλη εποχή για τις διηγήσεις με τους καλικαντζάρους και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές.
Παραμονές άρχιζαν να φτιάχνουν τα παραδοσιακά γλυκά. Φοινίκια (εξέλιξη
των αρχαιοελληνικών μελίπηκτων), κουραμπιέδες, πίτες, δίπλες, ήταν η
χαρά των ημερών.
Η Παναγιά βρεφοκρατούσα (Ελ. Φουλίδης)
Συνηθιζόταν τα κάλαντα να συνοδεύονται και από παραδοσιακά όργανα. Στις ποντιακές περιοχές, όπου δονούσαν τη μυστηριακή ατμόσφαιρα η λύρα και το νταούλι, και σε άλλες μικρασιατικές περιοχές έλεγαν τα κάλαντα το πρωί της Παραμονής, επειδή το κρύο ήταν έντονο την νύχτα στα ορεινά, αλλά και για άλλους λόγους.
Τα σπίτια άνοιγαν πρόθυμα στους καλαντιστές που καλοτύχιζαν και εύχονταν στους νοικοκυραίους. Ανταμοιβή τους ήταν καρποί, φρούτα, γλυκίσματα.
Η νηστεία του Σαρανταημέρου έφθανε στο τέλος της. Οι οικογένειες προετοιμάζονταν για να μεταλάβουν στη μεγάλη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία.
Την παραμονή έπρεπε να λούσουν τα μαλλιά τους, να πάρουν το μπάνιο τους μικροί και μεγάλοι, να ζητήσουν συγγνώμη μεταξύ τους και τα παιδιά να ζητήσουν την ευχή των παππούδων, των γιαγιάδων και των νονών τους κάνοντας μετάνοια και φιλώντας τους το χέρι, επειδή όφειλαν να δεχθούν τη Θεία Κοινωνία καθαροί στο σώμα και στην ψυχή. Αξημέρωτα ετοιμάζονταν για την εκκλησιά.
Σε πολλές περιοχές περνούσε ο άνθρωπος που άναβε τα φανάρια του δρόμου και με τη μαγκούρα του κτυπούσε τις εξώθυρες καλώντας τους χριστιανούς να ξυπνήσουν γιατί πλησίαζε η ώρα της Λειτουργίας.
Και τότε άνοιγαν οι πόρτες και οι χριστιανοί με φαναράκια στο χέρι πήγαιναν στην εκκλησιά. Επέστρεφαν στο σπίτι πριν φέξει, όπου όλη την νύχτα έκαιγε το τζάκι με κούτσουρα, που τα ονόμαζαν του Χριστού και έκαιγαν τρεις ημέρες.
Το μεσημέρι στρωνόταν το γιορταστικό τραπέζι της οικογένειας, όπου δέσποζε το χριστόψωμο με το καρύδι, το χοιρινό, η κότα ή ο πετεινός, η ζεστή σούπα και τα τοπικά εδέσματα κάθε περιοχής. Ποτέ δεν ξεχνούσαν τις φτωχές οικογένειες, τις οποίες ενίσχυαν όσο μπορούσαν για να έχουν τα απαραίτητα τις χρονιάρες μέρες.
Τις εορταστικές αυτές ημέρες σκεφτόμαστε ποια υλικά χρησιμοποιούμε και γιατί στα γλυκά μας; Ποιους καρπούς βάζουμε στο τραπέζι μας και γιατί;
Τα έθιμα δεν είναι απλές κινήσεις, συνήθειες, ευχές που από συνήθεια, μηχανικά, μιμούμαστε. Είναι τρόπος και σκέψη ζωής.
Όσο δύσκολο κι αν είναι στην εποχή μας, αποτελούν νησίδες κοινωνικότητας και συνοχής. Ας κάνουμε τα παιδιά μας να τα βιώνουν, όσο και όπως μπορούμε.
Ευλογημένα Χριστούγεννα.
Αρχοντία Β. Παπαδοπούλου,
Ιστορικός, Πρόεδρος Ένωσης Μαγνησίας Μ. Ασίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου